- ετερορρεπής
- -ές (ΑΜ ἑτερορρεπής, -ές)αυτός που ρέπει, κλίνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινήςαρχ.1. αυτός που κλίνει εξίσου προς το ένα ή το άλλο μέρος, ο αμερόληπτος, ο δίκαιος («Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς ὅσια δ' ἐννόμοις», Αισχύλ.)2. (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την κρίση τής νόσου3. μονομερής, μεροληπτικός.επίρρ...ἑτερορρεπῶς (ΑΜ)με κλίση προς το ένα μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -ρεπής (< ρέπω), πρβλ. α-ρρεπής, επι-ρρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.